παραχορδίζω

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχορδίζω Medium diacritics: παραχορδίζω Low diacritics: παραχορδίζω Capitals: ΠΑΡΑΧΟΡΔΙΖΩ
Transliteration A: parachordízō Transliteration B: parachordizō Transliteration C: parachordizo Beta Code: paraxordi/zw

English (LSJ)

strike a wrong note, Ar.Ec.295.

German (Pape)

[Seite 508] neben der rechten Seite greifen, d. i. sie verfehlen, VLL. erkl. διαφωνεῖν, ἁμαρτάνειν; B. A. 113, 2 vollständiger ἁμαρτεῖν κιθαρίζοντα; Ar. Eccl. 294 ὅπως μηδὲν παραχορδιεῖς ὧν δεῖ σ' ἀποδεῖξαι, Schol. παρὰ ῥυθμὸν ποιήσῃς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραχορδίζω [παρά, χορδή] een valse noot aanslaan.

Russian (Dvoretsky)

παραχορδίζω: (fut. παραχορδιῶ) досл. ударять не по тем струнам, перен. совершать ошибку, ошибаться Arph.

Greek (Liddell-Scott)

παραχορδίζω: μέλλ. ἀττ. -ιῶ, κρούω οὐ τὴν προσήκουσαν χορδήν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 295.

Greek Monolingual

Α
1. κρούω λάθος χορδή, κάνω λάθος στο χτύπημα της χορδής, δεν χτυπώ αυτήν που πρέπει
2. (κατά τον Ησύχ.) «διαφωνεῖν, ἁμαρτάνειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χορδή + κατάλ. -ίζω].