παραφύλαξη
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
Greek Monolingual
η / παραφύλαξις, -άξεως, ή ΝΜΑ παραφυλάσσω η κρυφή παρακολούθηση, το παραφύλαγμα, το παραμόνεμα, η φρούρηση.