παρτιτούρα
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
η
η καταγραφή, σε χειρόγραφη ή τυπωμένη μορφή, ενός μουσικού έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. partitura < partito μτχ. του ρ. partire «μοιράζω, φεύγω» < λατ. partio «μοιράζω»].