παρονομαστής
Greek Monolingual
ο
μαθημ.
1. ο ένας από τους δύο όρους του κλάσματος, ο οποίος γράφεται κάτω από τη γραμμή η οποία βρίσκεται κάτω από τον αριθμητή και δηλώνει σε πόσα μέρη διαιρέθηκε η ακέραια μονάδα για να σχηματιστεί το κλάσμα
2. μτφ. κατάσταση, συμπέρασμα, αποτέλεσμα, κατάντημα («καταλήξαμε [ή καταντήσαμε] στον ίδιο παρονομαστή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρονομάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1769 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].