πάστρεμα
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
Greek Monolingual
το παστρεύω
1. καθάρισμα, καθαριότητα
2. μτφ. ολοκληρωτική εξόντωση, εξολόθρευση, ξεπάστρεμα.