παστρεύω
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
1. απαλλάσσω κάτι από τη βρομιά, καθαρίζω
2. μτφ. εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπαστρ-εύω (με ανομοιωτική αποβολή του αρκτικού σ-) < σπαρτ-εύω «καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο» (πρβλ. γλάστρα < γράστρα < γράστα < γάστρα].