πάστρεμα
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
Greek Monolingual
το παστρεύω
1. καθάρισμα, καθαριότητα
2. μτφ. ολοκληρωτική εξόντωση, εξολόθρευση, ξεπάστρεμα.
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
το παστρεύω
1. καθάρισμα, καθαριότητα
2. μτφ. ολοκληρωτική εξόντωση, εξολόθρευση, ξεπάστρεμα.