πειραστής

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A tempter, Ammon. Diff. p.109 V.

German (Pape)

[Seite 545] ὁ, Versucher, Verführer, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

πειραστής: -οῦ, ὁ, (πειράζω) ὁ πειράζων, δοκιμάζων, Βασίλ. ΙΙΙ., 277D· - ἰδίως ὁ διάβολος, σατανᾶς, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ, 369Β, ΙΙΙ, 407Α, Βίος Νείλου Νεωτ. 116C, Ἀμμών. 112, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ὁ, Α πειράζω
1. αυτός που πειράζει, που δοκιμάζει κάποιον
2. αυτός που επιχειρεί να αποπλανήσει, ο αποπλανητής
3. ο διάβολος, ο σατανάς.