σατανάς

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek Monolingual

ο / Σατάν, ΝΜΑ, και Σατᾱν ΜΑ
εκκλ. ο άρχοντας τών πονηρών πνευμάτων, ο διάβολος, ο εωσφόρος
νεοελλ.
1. μτφ. α) άνθρωπος πονηρός, πανούργος
β) άνθρωπος διαβολικός, καταχθόνιος
2. φρ. «πίσω μου σέ έχω σατανά!» — λέγεται όταν κάποιος βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν πειρασμό και προσπαθεί μάταια να τον αποφύγει
αρχ.
αντίδικος, αντίπαλος, επίβουλος, εχθρός («καὶ ἤγειρε κύριος Σατὰν τῷ Σαλωμὼν τὸν Ἄδερ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. sātān «εχθρός». Ο τ. έχει αποδοθεί στην Ελληνική με τη λ. διάβολος (< διαβάλλω)].