πεδιόθεν
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
[Seite 541] von der Ebene.
Α
(τοπ. επίρρ.) από την πεδιάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μυχό-θεν)].