πενηντάρης
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
Greek Monolingual
ο, θηλ. -α
αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, που βρίσκεται στο πεντηκοστό έτος της ηλικίας του, πεντηκοντούτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενήντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. εικοσ-άρης)].