σκνιπός
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
(A), ή, όν,
A niggardly, stingy, Anon.in EN182.27, Hsch.; σκνιφός, Phryn.376, cf. Moer.p.387P.
σκνῑπός (B), ή, όν,
A dim-sighted, ἢ τυφλὸς ἤ τις σκνιπός Semon.19; σκνιφός, Hsch. (who also cites σκνίφος· τὸ σκότος); cf. ὑπόσκνιφος, -σκνιπος.