πεντάλ
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Greek Monolingual
και πεντάλι, το
το ποδόπληκτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pedale < λατ. pedalis < λατ. pes, pedis «πόδι»].
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
και πεντάλι, το
το ποδόπληκτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pedale < λατ. pedalis < λατ. pes, pedis «πόδι»].