πεντάλ
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Greek Monolingual
και πεντάλι, το
το ποδόπληκτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pedale < λατ. pedalis < λατ. pes, pedis «πόδι»].