περατώνω

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

περατῶ, -όω, ΝΜΑ πέρας, -ατος]
φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω κάποιο έργο
αρχ.
1. περικλείω εντός ορίων, περιορίζω
2. (μέσ. και παθ.) περατώνομαι
α) περιορίζομαι
β) είμαι πεπερασμένος
γ) γραμμ. λήγω, καταλήγω.