περατῶ, -όω, ΝΜΑ πέρας, -ατος]φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω κάποιο έργοαρχ.1. περικλείω εντός ορίων, περιορίζω2. (μέσ. και παθ.) περατώνομαια) περιορίζομαιβ) είμαι πεπερασμένοςγ) γραμμ. λήγω, καταλήγω.