πεντάπυλος

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάπῠλος Medium diacritics: πεντάπυλος Low diacritics: πεντάπυλος Capitals: ΠΕΝΤΑΠΥΛΟΣ
Transliteration A: pentápylos Transliteration B: pentapylos Transliteration C: pentapylos Beta Code: penta/pulos

English (LSJ)

ον,

   A with five gates : τὰ Π., a quarter of Syracuse, Plu.Dio 29.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάπῠλος: -ον, ὁ ἔχων πέντε πύλας, τὰ Π., μέρος τῆς πόλεως τῶν Συρακουσῶν, Πλουτ. Δίων 29.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάπυλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε πύλες
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεντάπυλα
τμήμα της πόλης τών Συρακουσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. επτά-πυλος].