πεντάφωνος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

German (Pape)

[Seite 557] fünfstimmig (?).

Greek Monolingual

-η, -ο
(για μουσική σύνθεση) αυτός που έχει γραφεί για πέντε φωνές ή αυτός που εκτελείται από πέντε φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. τρί-φωνος].