πεντάφωνος

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

German (Pape)

[Seite 557] fünfstimmig (?).

Greek Monolingual

-η, -ο
(για μουσική σύνθεση) αυτός που έχει γραφεί για πέντε φωνές ή αυτός που εκτελείται από πέντε φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. τρίφωνος].