πεντάφωνος

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

German (Pape)

[Seite 557] fünfstimmig (?).

Greek Monolingual

-η, -ο
(για μουσική σύνθεση) αυτός που έχει γραφεί για πέντε φωνές ή αυτός που εκτελείται από πέντε φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. τρίφωνος].