περιθήκιο

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. κοίλος, σφαιρικός ή λαγηνοειδής, καρποφόρος τών ασκομυκήτων
2. παχύ επιδερμίδιο που καλύπτει τον υδροκαυλό τών πολυπόδων στις αποικίες τών καλυπτοθλαστικών υδροζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perithecium (< περι- + θήκη + επίθημα -ium). Η λ., στον λόγιο τ. περιθήκιον, μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη].