παρασκευάζω

From LSJ
Revision as of 01:42, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκευάζω Medium diacritics: παρασκευάζω Low diacritics: παρασκευάζω Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: paraskeuázō Transliteration B: paraskeuazō Transliteration C: paraskevazo Beta Code: paraskeua/zw

English (LSJ)

fut. -άσω X.Cyr.1.6.18 (but 3sg. -σκευᾷ Epicur. Nat.14.2, 2pl. -σκευᾶτε SIG1106.113 (Cos, iv/iii B. C.)): Ion. 3pl. plpf. Pass. παρεσκευάδατο Hdt.7.218, etc. : later sts.παρασκεάζω, as παρεσκεασμένων IPE12.32B12 (Olbia, iii B.C.) :—

   A get ready, prepare, δεῖπνον Hdt.9.82, Pherecr.172 ; στρατείαν Th.4.74 ; ὀθόνια Ar. Ach.1176 ; πλοῖα Lys.13.26 ; ἱππέας, ὅπλα, τριήρεις, X.Ages.1.24, Cyr.2.1.9, HG1.4.11 ; hold ready, τῆς θύρας παρεσκευασμένης Lys. 1.24 : κατασκευάζω is prop. fit out and prepare what one has, παρασκευάζω provide and prepare what one has not ; cf. κατασκευή 11.    2 provide, procure, contrive, θανάτους τοῖς πέλας Antipho 1.28 ; τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα Th.3.49 ; πᾶσαν ἡμῖν εὐδαιμονίαν Pl. Smp.188d, etc. ; ὀργὰς τοῖς ἀκούουσι κατά τινων π. Lys.1.28 : in bad sense, get up, ἀντίδοσιν ἐπί τινα D.28.17 ; v. infr. B. 1.2.    3 make or render so and so, with part. or Adj., π. τὰ σώματα ἄριστα ἔχοντας, π. τινὰς ὅτι βελτίστους, X.Cyr.1.6.18, 5.2.19 ; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ π. Pl.Lg.803e ; τοὺς κριτὰς τοιούτους π. Arist.Rh.1387b17, cf. 1380b31 : c. inf., accustom, τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν accustom it not to... X.HG7.5.19, cf. Eq.2.3 ; π. τὸν βίον αὑτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Pl.R.405c ; π. τινὰς τὴν τιμὴν ἀποδιδόναι PFlor.347.2 (V A. D.) ; π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Pl.Grg. 503a, cf. Ap.39d ; π. τινῶν τὰς γνώμας, ὡς ἰτέον εἴη X.Cyr.2.1.21 ; δεῖ παρασκευάσαι τὸν ἀκροατὴν ἐν τῷ προοιμίῳ D.H.Rh.10.13.    4 adapt for a purpose, τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα X.Oec. 7.22 ; V. B. 11.    5 produce, cause, τοὺς ὄγκους καὶ τὰ καύματα Diocl. Fr.43.    B Med. and Pass. :    I in proper sense of Med., get ready or prepare for oneself, ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Hdt.7.25 ; π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατείαν, Th.1.18, 2.80, 4.70 ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. Id.2.56 ; τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν in preparation, D.4.37 ; τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ is preparing such an adversary for himself, A.Pr.920.    2 in Oratt., procure, suborn persons as witnesses, partisans, etc., so as to obtain a verdict by fraud or force (cf. παρασκευή 1.3) ; π. τοὺς συκοφάντας And.1.105 ; ῥήτορας παρασκευασάμενοι Is.1.7 ; ψευδεῖς λόγους ib.17 ; μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται D.29.28 ; π. τινὰς τῶν δημοτῶν bring them over to one's side, Id.44.39 : abs., form a party, intrigue, Is.10.1, D.27.2 :—so in Act., X.HG1.7.8, Is.8.3 ; παρασκευάζειν τινὶ δικαστήριον pack a jury to try him, Lys.13.12:—Pass., ὑπὸ σοῦ παρεσκευάσθη was 'squared' by you, D.20.145.    II Med. also abs., prepare oneself, make preparations, τῷ ναυτικῷ . . παρασκευασαμένῳ Th. 2.80 ; παρασκευασάμενος μεγάλως Hdt. 9.15 ; παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι X.An.7.3.35 : in pres. and impf. it may be regarded either as Pass. or Med., D.18.19, etc. ; π. ἐς ναυμαχίην, μάχην, Hdt.9.96,99 ; π. πρός τι Th.3.69, etc. ; στρατεύεσθαι π. Hdt. 1.71, cf. A.Ag.353, Ar.Av.227 : c. fut. inf., X.Cyr.7.5.12.    2 freq. folld. by ὡς with fut. part., παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Hdt. 5.34 ; π. ὡς ἐλῶν Id.2.162, cf. 9.122 ; π. ὡς ναυμαχήσοντες (expressed just above by ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Th.4.13 ; ὡς προσβαλοῦντες ib.8 ; π. ὡς μάχης ἐσομένης X.HG4.2.18, cf. Cyr.3.2.8 : c. fut. part. without ὡς, τέχνῃ παρεσκευάζετο ἐπιθησόμενος Th.5.8, cf. 6.54, 7.17, X.HG4.1.41 ; also π. ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Th.2.99, cf. Pl. Tht. 183d.    3 in pf. παρεσκεύασμαι, to be ready, prepared, κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι Hdt.3.150 ; τράπεζαι . . παρεσκ. Ar.Ec.839 ; λῃστρικώτερον π. equipped in pirate fashion, Th.6.104 ; παρεσκ. ἔρχομαι ἐπὶ τὸν λόγον Pl.Phd.91b ; εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα X.Oec.5.13 ; ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο v.l. in Hdt.3.150 ; παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεόμενοι Id.7.218 ; ταῖς ψυχαῖς παρεσκευας μένους ὡς χεῖρας ξυμμείξοντας X.Cyr.2.1.11 : folld. by ὥστε c. inf., παρεσκευάσμεθ' ὥστε κατθανεῖν E.HF1241 ; παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι X.Cyr.4.2.13 : c. inf. only, δρᾶν παρεσκευασμένος A.Th.440, E.Heracl.691, cf. A.Ag. 1422, Ar.Nu.607, etc. : so in aor., ὥστε ἂν . . παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν Arist.Rh.1388a26.    4 Med., = exonerare alvum, LXX 1 Ki. 24.4.    III παρεσκευάσθαι τι to be prepared or provided with a thing, ἀδίκῳ δόξαν δικαιοσύνης παρεσκευας μένῳ Pl.R.365b ; π. λαμπρὸν ἱμάτιον Thphr.Char.21.11.    IV in Pass., of things, to be got ready, prepared, ἐπειδὴ παρεσκεύαστο when preparations had been made, Th.4.67 ; τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν Pl.Mx.248a ; in Hdt.9.100, for ὡς παρεσκευάδατο τοῖσι Ἕλλησι, Reiske proposed παρεσκεύαστο.