Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Α
(κατά τον Ησύχ.) «περίναιον, τὸ αἰδοῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίνεος / περίνεον πιθ. κατ' επίδραση του πηρίς, -ίνα (< πήρα)].