περικαθαρμός
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
German (Pape)
[Seite 578] ὁ, Plat. Legg. VII, 815 c, v. l. für περὶ καθαρμούς.
Greek (Liddell-Scott)
περικαθαρμός: ὁ, ἁγνισμός, καθαρμός, Πλάτ. Νόμ. 815C.
Greek Monolingual
ὁ, Α περικαθαίρω
πλήρης εξαγνισμός.