περιπεπλεγμένος

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με περίπλοκο τρόπο
2. σε στενό εναγκαλισμό, περιπλέγδην
3. (κατά το λεξ. Σούδα) σε σπείρες, με ελικοειδή τρόπο, σπειρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. περιπεπλεγμένος του παθ. παρακμ. του περιπλέκω.