περιπεπλεγμένος

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με περίπλοκο τρόπο
2. σε στενό εναγκαλισμό, περιπλέγδην
3. (κατά το λεξ. Σούδα) σε σπείρες, με ελικοειδή τρόπο, σπειρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. περιπεπλεγμένος του παθ. παρακμ. του περιπλέκω.