πηλαλώ

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

και πιλαλώ, -άω, Ν
τρέχω πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἀπηλάλησα του ἀπολαλῶ «φλυαρώ», ενώ κατ' άλλους από το μσν. ἐπιλαλῶ (φλυαρώ, απ' όπου και η γρφ. πιλαλώ). Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, από το αρχ. ἐπελαύνω.