πηδαλιουχία
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
German (Pape)
[Seite 609] ἡ, das Halten des Steuerruders u. Lenken, Sp.
Greek Monolingual
η, Ν πηδαλιούχος
η διακυβέρνηση του πλοίου με το πηδάλιο.