πιπερίζω

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

πεπερίζω, ΝΑ, και διαλ. τ. πιπιρίζω Ν πιπέρι/ πέπερι]]
(αμτβ.) έχω τη γεύση πιπεριού, καίω σαν το πιπέρι
2. (μτβ.) (σχετικά με έδεσμα) ρίχνω πιπέρι.