γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
η / πίσσωσις, -εως, ΝΜΑ, αττ. τ. πίττωσις Α πισσώη ενέργεια και το αποτέλεσμα του πισσώνω, επίχριση με πίσσα, πίσσωμα.