επίχριση
Greek Monolingual
η (AM ἐπίχρισις) επιχρίω
επάλειψη, επικάλυψη επιφάνειας με ρευστή ή μαλακή ουσία.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
η (AM ἐπίχρισις) επιχρίω
επάλειψη, επικάλυψη επιφάνειας με ρευστή ή μαλακή ουσία.