τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words
adv.de Pisa.Étymologie: Πῖσα, -θεν.
Αεπίρρ. από την Πίσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πίσα + επίρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Αθήνη-θεν)].