-ον, Μαυτός που έχει τρωθεί, τραυματιστεί στην πλευρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + τρωτός (< τιτρώσκω «χτυπώ, τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό-τρωτος, νευρό-τρωτος].