πλευρότρωτος

From LSJ

τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον → far-shining star of the blue land

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τρωθεί, τραυματιστεί στην πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + τρωτός (< τιτρώσκω «χτυπώ, τραυματίζω»), πρβλ. καρδιότρωτος, νευρότρωτος].