πλευρότρωτος
From LSJ
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει τρωθεί, τραυματιστεί στην πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + τρωτός (< τιτρώσκω «χτυπώ, τραυματίζω»), πρβλ. καρδιότρωτος, νευρότρωτος].
-ον, Μ
αυτός που έχει τρωθεί, τραυματιστεί στην πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + τρωτός (< τιτρώσκω «χτυπώ, τραυματίζω»), πρβλ. καρδιότρωτος, νευρότρωτος].