καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
πνευμᾰτοκιθάρα: ἡ, (ὁ Δαβίδ), Θεοφάν. Κεραμ. σ. 317, ἔκδ. Mi.
ἡ, ΝΜ
(για τον Δαβίδ) πνευματική κιθάρα, πνευματικό όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα -ατος + κιθάρα.