ποδάρας

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

και ποδαράς, ο, θηλ. ποδαρού, Ν
άτομο με πολύ μεγάλα πόδια ή πέλματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρα (πρβλ. κεφάλ-ας: κεφάλ-α)].