ποδήλατος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που κινείται με τη δύναμη τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. κωπ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].