πολεμόχαρος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
-η, -ο
πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -χαρος (< χαρά), πρβλ. ηλιό-χαρος].