πολύμηνος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που διαρκεί πολλούς μήνες
2. αυτός που έχει ηλικία πολλών μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μηνος (< μήνας), πρβλ. ολιγό-μηνος, τρί-μηνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αγαθάγγελο, πρώην Καισαρείας].