πολύφοινος
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
πολύφοινος: -ον, ὁ μετὰ πολλοῦ φόνου, π. ἑορτὰ Ἀλκμὰν 18.
-ον, Α
αυτός κατά τον οποίο γίνονται ή έγιναν πολλοί φόνοι («πολύφοινος ἑορτά», Αλκμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φοινός «ερυθρός σαν το αίμα, φονικός»].