Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
-έω, Α1. ανοίγω τους πόρους ενός σώματος2. φρ. «σώμα πεποροποιημένον» — σώμα που έχει πόρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος + -ποιῶ].