δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
-έω, Α1. ανοίγω τους πόρους ενός σώματος2. φρ. «σώμα πεποροποιημένον» — σώμα που έχει πόρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος + -ποιῶ].