ποροποιώ
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
-έω, Α
1. ανοίγω τους πόρους ενός σώματος
2. φρ. «σώμα πεποροποιημένον» — σώμα που έχει πόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος + -ποιῶ].