δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
-ή, -όν, ΝΑ πορφύρα
το θηλ. ως ουσ. ἡ πορφυρική
το μονοπώλιο της κατεργασίας της πορφύρας, της βαφής πορφυρών υφασμάτων («ἡ κατὰ Λυκίαν πορφυρική», Πάπ.).