ποτηράκι

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

το, Ν ποτήρι
υποκορ.
1. (συν. για οινοπνευματώδη ποτά) μικρό ποτήρι
2. το περιεχόμενο ενός μικρού ποτηριού («ήπιαμε τρία ποτηράκια ούζο»).