ποτηράκι
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
το, Ν ποτήρι
υποκορ.
1. (συν. για οινοπνευματώδη ποτά) μικρό ποτήρι
2. το περιεχόμενο ενός μικρού ποτηριού («ήπιαμε τρία ποτηράκια ούζο»).