πολυσχεράς

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A shingly, Euph.25.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(για ακτή) αυτή που έχει πολλά χαλίκια («τύμβος ὑπὸ κνημοῖσι πολυσχέραδος Μυκόνοιο», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ- + σχερός «ακτή» + επίθημα -άς, -άδος].