ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
-ή, -ό, Ν πριονίζω
1. αυτός που κόπηκε ή κατασκευάστηκε με πριόνι
2. αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, πριονωτός.
επίρρ...
πριονιστά Ν
με πριονισμό.