προαγωγεύς
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
έως, ὁ,
A = προαγωγός, dub. in D.C.46.6.
Greek (Liddell-Scott)
προαγωγεύς: έως, ὁ, = προαγωγός, Δίων Κ. 46. 6, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
βλ. προαγωγέας.