πριονιστής
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
ο, Ν
εργάτης ειδικευμένος στο πριόνισμα («οι θόρυβοι τών ναυπηγών, τών πριονιστών και τών καλαφατών», Παπαδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].