ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
ο, Νπροβατάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. -άς (πρβλ. γιδ-άς)].