προβάδισμα

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

το, Ν προβαδίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προβαδίζω, το να προηγείται κάποιος
2. το δικαίωμα που έχει κάποιος λόγω του αξιώματος του να πηγαίνει μπροστά από τους άλλους σε επίσημες τελετές.