προβατίλα

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

και δ. γρφ. προβατύλα, η, Ν
η χαρακτηριστική δυσοσμία που αναδίδουν τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. -ίλα (πρβλ. τραγ-ίλα)].