προβατίλα
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
και δ. γρφ. προβατύλα, η, Ν
η χαρακτηριστική δυσοσμία που αναδίδουν τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. -ίλα (πρβλ. τραγ-ίλα)].