προκάνω
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
Ν κάνω
1. προλαβαίνω, προφθάνω («δεν πρόκανα να τελειώσω τη δουλειά μου»)
2. καταφθάνω κάποιον προπορευόμενο («άμα βιαστείς λίγο, θα τον προκάνεις»).